- ὠλεσίτεκνος
- ὠλεσίτεκνοςchild-murderingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωλεσίτεκνος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. καλλί τεκνος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ.… … Dictionary of Greek
ὠλεσίτεκνον — ὠλεσίτεκνος child murdering masc/fem acc sg ὠλεσίτεκνος child murdering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)